περνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περνάω < περν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περνῶ < αρχαία ελληνική περῶ, συνηρημένος τύπος του περάω (μέλλοντας περάσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : περ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπερνάω/περνώ, πρτ.: περνούσα/πέρναγα, αόρ.: πέρασα, παθ.φωνή: περνιέμαι, π.αόρ.: περάστηκα, μτχ.π.π.: περασμένος
- καθώς κινούμαι, διασχίζω έναν τόπο ή βρίσκομαι σε αυτόν ή κοντά σε αυτόν
- ⮡ (αμετάβατο) Πηγαίνοντας από την Αθήνα στην Κόρινθο περνάμε από την Κακιά Σκάλα.
- ⮡ (μεταβατικό) αυτή τη στιγμή περνάμε την Κακιά Σκάλα
- (μεταφορικά) μεταβαίνω από μια κατάσταση σε άλλη
- ⮡ Περνούσε κάθε τόσο από την απελπισία στην αισιοδοξία χωρίς φανερό λόγο.
- ⮡ (μεταβατικό) οδηγώ κάτι ώστε διασχίσει ένα στενό πέρασμα ή από μηχάνημα
- ⮡ περνάω την κλωστή στη βελόνα
- ⮡ περνάμε το κρέας από τη μηχανή του κιμά
- προχωρώ σε επόμενο (ανώτερο) στάδιο,
- ⮡ η ομάδα μας πέρασε στους ημιτελικούς
- προβιβάζομαι (στο σχολείο)
- ⮡ (αμετάβατο) πέρασα στην επόμενη τάξη
- ⮡ (μεταβατικό) πέρασα τα μαθηματικά, αλλά έμεινα στη φυσική
- (μεταβατικό) προβιβάζω κάποιον
- ⮡ δεν έγραψε καλά, αλλά ο καθηγητής τον πέρασε
- (αμετάβατο) για να δηλωθεί το προχώρημα του χρόνου, της ώρας
- ⮡ καθώς τα χρόνια περνούν, η τεχνολογία ολοένα εξελίσσεται
- (αμετάβατο) για να δηλωθεί η λήξη μιας χρονικής περιόδου
- ⮡ πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγουμε
- (με υποκείμενο ένα πρόσωπο) για να δηλωθεί ο τρόπος με τον οποίο προχώρησε μια χρονική περίοδος
- ⮡ (αμετάβατο) περάσαμε όμορφα στις διακοπές
- ⮡ (μεταβατικό) Περάσαμε δύσκολες στιγμές, αλλά ξεπεράσαμε τις δυσκολίες.
- ≈ συνώνυμα: αντιμετωπίζω
- μεταβιβάζω, δίνω κάτι (που μου έδωσαν) σε κάποιον
- (αμετάβατο) μεταβιβάζομαι
- ⮡ αυτή η παράδοση περνάει από γενιά σε γενιά
- (αμετάβατο) μεταβιβάζομαι
- εγκρίνομαι (ιδίως μετά από ψηφοφορία)
- ⮡ η πρόταση δεν πέρασε στο διοικητικό συμβούλιο
- γίνομαι αποδεκτός
- ⮡ αυτά τα κόλπα δεν περνάνε εδώ
- (μεταβατικό) θεωρώ (λανθασμένα) ότι κάποιος ή κάτι έχει μια ιδιότητα
- ⮡ Συγγνώμη, σας πέρασα για κάποιον γνωστό μου!
- εκτελώ σε ένα αντικείμενο μια ορισμένη εργασία (ιδίως όταν αυτό επαναλαμβάνεται)
Εκφράσεις
επεξεργασία- περνάω την ώρα μου (απασχολούμενος με κάτι)
- περνάω απαρατήρητος
- δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, δεν περνάς
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Όροι με περνάω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Όροι με περνώ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περνάω - περνώ | περνούσα - πέρναγα | θα περνάω - περνώ | να περνάω - περνώ | περνώντας | |
β' ενικ. | περνάς | περνούσες - πέρναγες | θα περνάς | να περνάς | πέρνα - πέρναγε | |
γ' ενικ. | περνάει - περνά | περνούσε - πέρναγε | θα περνάει - περνά | να περνάει - περνά | ||
α' πληθ. | περνάμε - περνούμε | περνούσαμε - περνάγαμε | θα περνάμε - περνούμε | να περνάμε - περνούμε | ||
β' πληθ. | περνάτε | περνούσατε - περνάγατε | θα περνάτε | να περνάτε | περνάτε | |
γ' πληθ. | περνάν(ε) - περνούν(ε) | περνούσαν(ε) - πέρναγαν - περνάγανε | θα περνάν(ε) - περνούν(ε) | να περνάν(ε) - περνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πέρασα | θα περάσω | να περάσω | περάσει | ||
β' ενικ. | πέρασες | θα περάσεις | να περάσεις | πέρνα - πέρασε | ||
γ' ενικ. | πέρασε | θα περάσει | να περάσει | |||
α' πληθ. | περάσαμε | θα περάσουμε | να περάσουμε | |||
β' πληθ. | περάσατε | θα περάσετε | να περάσετε | περάστε | ||
γ' πληθ. | πέρασαν περάσαν(ε) |
θα περάσουν(ε) | να περάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περάσει | είχα περάσει | θα έχω περάσει | να έχω περάσει | ||
β' ενικ. | έχεις περάσει | είχες περάσει | θα έχεις περάσει | να έχεις περάσει | ||
γ' ενικ. | έχει περάσει | είχε περάσει | θα έχει περάσει | να έχει περάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περάσει | είχαμε περάσει | θα έχουμε περάσει | να έχουμε περάσει | ||
β' πληθ. | έχετε περάσει | είχατε περάσει | θα έχετε περάσει | να έχετε περάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περάσει | είχαν περάσει | θα έχουν περάσει | να έχουν περάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περνιέμαι | περνιόμουν(α) | θα περνιέμαι | να περνιέμαι | ||
β' ενικ. | περνιέσαι | περνιόσουν(α) | θα περνιέσαι | να περνιέσαι | ||
γ' ενικ. | περνιέται | περνιόταν(ε) | θα περνιέται | να περνιέται | ||
α' πληθ. | περνιόμαστε | περνιόμαστε περνιόμασταν |
θα περνιόμαστε | να περνιόμαστε | ||
β' πληθ. | περνιέστε | περνιόσαστε περνιόσασταν |
θα περνιέστε | να περνιέστε | περνιέστε | |
γ' πληθ. | περνιούνται | περνιόνταν(ε) περνιούνταν περνιόντουσαν |
θα περνιούνται | να περνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περάστηκα | θα περαστώ | να περαστώ | περαστεί | ||
β' ενικ. | περάστηκες | θα περαστείς | να περαστείς | περάσου | ||
γ' ενικ. | περάστηκε | θα περαστεί | να περαστεί | |||
α' πληθ. | περαστήκαμε | θα περαστούμε | να περαστούμε | |||
β' πληθ. | περαστήκατε | θα περαστείτε | να περαστείτε | περαστείτε | ||
γ' πληθ. | περάστηκαν περαστήκαν(ε) |
θα περαστούν(ε) | να περαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περαστεί | είχα περαστεί | θα έχω περαστεί | να έχω περαστεί | περασμένος | |
β' ενικ. | έχεις περαστεί | είχες περαστεί | θα έχεις περαστεί | να έχεις περαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει περαστεί | είχε περαστεί | θα έχει περαστεί | να έχει περαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περαστεί | είχαμε περαστεί | θα έχουμε περαστεί | να έχουμε περαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε περαστεί | είχατε περαστεί | θα έχετε περαστεί | να έχετε περαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περαστεί | είχαν περαστεί | θα έχουν περαστεί | να έχουν περαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία περνάω
Πηγές
επεξεργασία- περνώ, περνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας