Ετυμολογία

επεξεργασία
περνάω < περν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περνῶ < αρχαία ελληνική περῶ, συνηρημένος τύπος του περάω (μέλλοντας περάσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περ‐νά‐ω

περνάω/περνώ, πρτ.: περνούσα/πέρναγα, αόρ.: πέρασα, παθ.φωνή: περνιέμαι, π.αόρ.: περάστηκα, μτχ.π.π.: περασμένος

  1. καθώς κινούμαι, διασχίζω έναν τόπο ή βρίσκομαι σε αυτόν ή κοντά σε αυτόν
    ⮡  (αμετάβατο) Πηγαίνοντας από την Αθήνα στην Κόρινθο περνάμε από την Κακιά Σκάλα.
    ⮡  (μεταβατικό) αυτή τη στιγμή περνάμε την Κακιά Σκάλα
  2. (μεταφορικά) μεταβαίνω από μια κατάσταση σε άλλη
    ⮡  Περνούσε κάθε τόσο από την απελπισία στην αισιοδοξία χωρίς φανερό λόγο.
  3. ⮡  (μεταβατικό) οδηγώ κάτι ώστε διασχίσει ένα στενό πέρασμα ή από μηχάνημα
    ⮡  περνάω την κλωστή στη βελόνα
    ⮡  περνάμε το κρέας από τη μηχανή του κιμά
  4. προχωρώ σε επόμενο (ανώτερο) στάδιο,
    ⮡  η ομάδα μας πέρασε στους ημιτελικούς
  5. (αμετάβατο) για να δηλωθεί το προχώρημα του χρόνου, της ώρας
    ⮡  καθώς τα χρόνια περνούν, η τεχνολογία ολοένα εξελίσσεται
  6. (αμετάβατο) για να δηλωθεί η λήξη μιας χρονικής περιόδου
    ⮡  πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγουμε
  7. (με υποκείμενο ένα πρόσωπο) για να δηλωθεί ο τρόπος με τον οποίο προχώρησε μια χρονική περίοδος
    ⮡  (αμετάβατο) περάσαμε όμορφα στις διακοπές
    ⮡  (μεταβατικό) Περάσαμε δύσκολες στιγμές, αλλά ξεπεράσαμε τις δυσκολίες.
     συνώνυμα: αντιμετωπίζω
  8. μεταβιβάζω, δίνω κάτι (που μου έδωσαν) σε κάποιον
  9. εγκρίνομαι (ιδίως μετά από ψηφοφορία)
    ⮡  η πρόταση δεν πέρασε στο διοικητικό συμβούλιο
    • γίνομαι αποδεκτός
      ⮡  αυτά τα κόλπα δεν περνάνε εδώ
  10. (μεταβατικό) θεωρώ (λανθασμένα) ότι κάποιος ή κάτι έχει μια ιδιότητα
    ⮡  Συγγνώμη, σας πέρασα για κάποιον γνωστό μου!
  11. εκτελώ σε ένα αντικείμενο μια ορισμένη εργασία (ιδίως όταν αυτό επαναλαμβάνεται)
    • απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια (αλείφω ή βάφω)
      ⮡  πέρασα το πρώτο χέρι και πάω για το δεύτερο (για βάψιμο μιας επιφάνειας)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία