Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπερνάω < διαπερν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαπερνῶ / διαπερῶ[1] αρχαία ελληνική διαπεράω / διαπερῶ κατά το περνάω για προσαρμογή στη δημοτική [2] ​< δια- + περάω / περῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (περνάω, διασχίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.peɾˈna.o/ & /ðʝa.peɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐περ‐νά‐ω

διαπερνάω/διαπερνώ, αόρ.: διαπέρασα, παθ.φωνή: διαπερνιέμαι, π.αόρ.: διαπεράστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: διαπερασμένος[3]

  1. περνάω από μια πλευρά στην άλλη μέσα από κάποιο πράγμα
  2. τρυπάω, διατρυπώ
  3. εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω
  4. διαπεραιώνω
  5. μουσκεύω, διαποτίζω
  6. (μεταφορικά) επηρεάζω εξ ολοκλήρου, επιδρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. διαπερνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)