διαπερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπερνάω < διαπερν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαπερνῶ / διαπερῶ[1] αρχαία ελληνική διαπεράω / διαπερῶ κατά το περνάω για προσαρμογή στη δημοτική [2] < δια- + περάω / περῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (περνάω, διασχίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.peɾˈna.o/ & /ðʝa.peɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐περ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαπερνάω/διαπερνώ, αόρ.: διαπέρασα, παθ.φωνή: διαπερνιέμαι, π.αόρ.: διαπεράστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: διαπερασμένος[3]
- περνάω από μια πλευρά στην άλλη μέσα από κάποιο πράγμα
- τρυπάω, διατρυπώ
- εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω
- διαπεραιώνω
- μουσκεύω, διαποτίζω
- (μεταφορικά) επηρεάζω εξ ολοκλήρου, επιδρώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπερνάω - διαπερνώ | διαπερνούσα | θα διαπερνάω - διαπερνώ | να διαπερνάω - διαπερνώ | διαπερνώντας | |
β' ενικ. | διαπερνάς | διαπερνούσες | θα διαπερνάς | να διαπερνάς | διαπέρνα - διαπέρναγε | |
γ' ενικ. | διαπερνάει - διαπερνά | διαπερνούσε | θα διαπερνάει - διαπερνά | να διαπερνάει - διαπερνά | ||
α' πληθ. | διαπερνάμε - διαπερνούμε | διαπερνούσαμε | θα διαπερνάμε - διαπερνούμε | να διαπερνάμε - διαπερνούμε | ||
β' πληθ. | διαπερνάτε | διαπερνούσατε | θα διαπερνάτε | να διαπερνάτε | διαπερνάτε | |
γ' πληθ. | διαπερνάν(ε) - διαπερνούν(ε) | διαπερνούσαν(ε) | θα διαπερνάν(ε) - διαπερνούν(ε) | να διαπερνάν(ε) - διαπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπέρασα | θα διαπεράσω | να διαπεράσω | διαπεράσει | ||
β' ενικ. | διαπέρασες | θα διαπεράσεις | να διαπεράσεις | διαπέρνα - διαπέρασε | ||
γ' ενικ. | διαπέρασε | θα διαπεράσει | να διαπεράσει | |||
α' πληθ. | διαπεράσαμε | θα διαπεράσουμε | να διαπεράσουμε | |||
β' πληθ. | διαπεράσατε | θα διαπεράσετε | να διαπεράσετε | διαπεράστε | ||
γ' πληθ. | διαπέρασαν διαπεράσαν(ε) |
θα διαπεράσουν(ε) | να διαπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπεράσει | είχα διαπεράσει | θα έχω διαπεράσει | να έχω διαπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπεράσει | είχες διαπεράσει | θα έχεις διαπεράσει | να έχεις διαπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαπεράσει | είχε διαπεράσει | θα έχει διαπεράσει | να έχει διαπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπεράσει | είχαμε διαπεράσει | θα έχουμε διαπεράσει | να έχουμε διαπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπεράσει | είχατε διαπεράσει | θα έχετε διαπεράσει | να έχετε διαπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπεράσει | είχαν διαπεράσει | θα έχουν διαπεράσει | να έχουν διαπεράσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπερνιέμαι | διαπερνιόμουν(α) | θα διαπερνιέμαι | να διαπερνιέμαι | ||
β' ενικ. | διαπερνιέσαι | διαπερνιόσουν(α) | θα διαπερνιέσαι | να διαπερνιέσαι | ||
γ' ενικ. | διαπερνιέται | διαπερνιόταν(ε) | θα διαπερνιέται | να διαπερνιέται | ||
α' πληθ. | διαπερνιόμαστε | διαπερνιόμαστε διαπερνιόμασταν |
θα διαπερνιόμαστε | να διαπερνιόμαστε | ||
β' πληθ. | διαπερνιέστε | διαπερνιόσαστε διαπερνιόσασταν |
θα διαπερνιέστε | να διαπερνιέστε | διαπερνιέστε | |
γ' πληθ. | διαπερνιούνται | διαπερνιόνταν(ε) διαπερνιούνταν διαπερνιόντουσαν |
θα διαπερνιούνται | να διαπερνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπεράστηκα | θα διαπεραστώ | να διαπεραστώ | διαπεραστεί | ||
β' ενικ. | διαπεράστηκες | θα διαπεραστείς | να διαπεραστείς | διαπερνάσου | ||
γ' ενικ. | διαπεράστηκε | θα διαπεραστεί | να διαπεραστεί | |||
α' πληθ. | διαπεραστήκαμε | θα διαπεραστούμε | να διαπεραστούμε | |||
β' πληθ. | διαπεραστήκατε | θα διαπεραστείτε | να διαπεραστείτε | διαπεραστείτε | ||
γ' πληθ. | διαπεράστηκαν διαπεραστήκαν(ε) |
θα διαπεραστούν(ε) | να διαπεραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαπεραστεί | είχα διαπεραστεί | θα έχω διαπεραστεί | να έχω διαπεραστεί | διαπερασμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαπεραστεί | είχες διαπεραστεί | θα έχεις διαπεραστεί | να έχεις διαπεραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαπεραστεί | είχε διαπεραστεί | θα έχει διαπεραστεί | να έχει διαπεραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπεραστεί | είχαμε διαπεραστεί | θα έχουμε διαπεραστεί | να έχουμε διαπεραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαπεραστεί | είχατε διαπεραστεί | θα έχετε διαπεραστεί | να έχετε διαπεραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπεραστεί | είχαν διαπεραστεί | θα έχουν διαπεραστεί | να έχουν διαπεραστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπερνάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ διαπερνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)