Δείτε επίσης: εἰσχωρῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εισχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσχωρῶ, συνηρημένο τύπο του εἰσχωρέω[1] < εἰς + αρχαία ελληνική χωρέω / χωρῶ < χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + χωρώ, χώρος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /i.sxoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐σχω‐ρώ
παλιότερος συλλαβισμός: εισ‐χω‐ρώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

εισχωρώ, πρτ.: εισχωρούσα, αόρ.: εισχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία