enter
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | enter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enters |
αόριστος | entered |
παθητική μετοχή | entered |
ενεργητική μετοχή | entering |
enter (en)
- εισέρχομαι
- μπαίνω
- (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- σας παρουσιάζω (κάποιον ή κάτι)
- η αναδίπλωση κειμένου
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 421, 435. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταγράφω, καταχωρίζω