Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας enter
γ΄ ενικό ενεστώτα enters
αόριστος entered
παθητική μετοχή entered
ενεργητική μετοχή entering

enter (en)

  1. εισέρχομαι
  2. μπαίνω
  3. (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
    I enter an item in an accounting book.
    Καταγράφω ένα κονδύλι σε λογιστικό βιβλίο.
    Marriages are entered in books at the registry.
    Οι γάμοι καταχωρίζονται στα βιβλία του ληξιαρχείου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη record
  4. σας παρουσιάζω (κάποιον ή κάτι)
  5. η αναδίπλωση κειμένου

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 421, 435. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καταγράφω, καταχωρίζω