enter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | enter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enters |
αόριστος | entered |
παθητική μετοχή | entered |
ενεργητική μετοχή | entering |
enter (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) εισέρχομαι, μπαίνω
- ⮡ At this moment, officials are entering the presidential mansion.
- Αυτή τη στιγμή οι επίσημοι εισέρχονται στο προεδρικό μέγαρο.
- ⮡ He was convicted because he entered the country with a passport.
- Καταδικάστηκε, γιατί μπήκε στη χώρα χωρίς διαβατήριο.
- ⮡ The train enters the station.
- Το τρένο μπαίνει στο σταθμό.
- ⮡ I am entering the train/the ship/the airplane.
- Μπαίνω στο τρένο/στο πλοίο/στο αεροπλάνο.
- ≈ συνώνυμα: get in, get on, come in και go in
- ⮡ At this moment, officials are entering the presidential mansion.
- (μεταβατικό) μπαίνω, αρχίζω ή εμπλέκομαι σε μια δραστηριότητα, μια κατάσταση κτλ.
- ⮡ The country’s economy is entering a new phase.
- H οικονομία της χώρας μπαίνει σε νέα φάση.
- ⮡ The country’s economy is entering a new phase.
- (μεταβατικό, επίσημο, χωρίς παθητική φωνή) μπαίνω, γίνομαι μέλος ενός ιδρύματος, ξεκινάω να εργάζομαι σε έναν οργανισμό ή ένα επάγγελμα
- (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- σας παρουσιάζω (κάποιον ή κάτι)
- η αναδίπλωση κειμένου
Πηγές
επεξεργασία- enter - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 421, 435, 568. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταγράφω, καταχωρίζω, μπαίνω