come in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαcome in (en)
- περάστε, εμπρός, απάντηση στο χτύπημα της πόρτας για να αφήσεις κάποιον να μπει
- ⮡ Come in, step this way please!
- Εμπρός, περάστε παρακαλώ!
- ⮡ Come in, step this way please!
- κοπιάστε!
- ⮡ Come, come in and eat!
- Ελάτε, κοπιάστε να φάμε!
- ⮡ Come, come in and eat!
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | come in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes in |
αόριστος | came in |
παθητική μετοχή | come in |
ενεργητική μετοχή | coming in |
come in (en)
- μπαίνω σε ένα δωμάτιο ή σε ένα κτίριο
- βγαίνω, έρχομαι, τελειώνω έναν αγώνα σε μια συγκεκριμένη θέση
- ⮡ She came in first.
- Βγαίνει πρώτη.
- ⮡ I came in first/last.
- Ήρθα πρώτος/τελευταίος.
- ⮡ She came in first.
- παρεμβαίνω, παίρνω μέρος σε μια συζήτηση
- ⮡ Stop coming in to this conversation!
- Πάψε να παρεμβαίνεις στη συζήτησή μας!
- ⮡ Stop coming in to this conversation!
Πηγές
επεξεργασία- come in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286, 337, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός, έρχομαι, περνώ