Ετυμολογία

επεξεργασία
come in < → δείτε τις λέξεις come και in

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʌm ˈɪn/

  Επιφώνημα

επεξεργασία

come in (en)

  1. περάστε, εμπρός, απάντηση στο χτύπημα της πόρτας για να αφήσεις κάποιον να μπει
    ⮡  Come in, step this way please!
    Εμπρός, περάστε παρακαλώ!
  2. κοπιάστε!
    ⮡  Come, come in and eat!
    Ελάτε, κοπιάστε να φάμε!
ενεστώτας come in
γ΄ ενικό ενεστώτα comes in
αόριστος came in
παθητική μετοχή come in
ενεργητική μετοχή coming in

come in (en)

  1. μπαίνω σε ένα δωμάτιο ή σε ένα κτίριο
    ⮡  Clean your shoes, please, before coming in the house.
    Να καθαρίζεις τα παπούτσια σου, σε παρακαλώ, όταν μπαίνεις στο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enter
  2. βγαίνω, έρχομαι, τελειώνω έναν αγώνα σε μια συγκεκριμένη θέση
    ⮡  She came in first.
    Βγαίνει πρώτη.
    ⮡  I came in first/last.
    Ήρθα πρώτος/τελευταίος.
  3. παρεμβαίνω, παίρνω μέρος σε μια συζήτηση
    ⮡  Stop coming in to this conversation!
    Πάψε να παρεμβαίνεις στη συζήτησή μας!