• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παρεμβαίνω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Κλίση
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεμβαίνω < → λείπει η ετυμολογία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾeɱˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεμ‐βαί‐νω

Ρήμα

επεξεργασία

παρεμβαίνω

  1. εμπλέκομαι ενεργά σε μια κατάσταση
  2. μπαίνω ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
  3. μεσολαβώ μεταξύ προσώπων, επεμβαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • παρέμβαση
  • παρεμβατικός

Κλίση

επεξεργασία
  • → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παρεμβαίνω
  • αγγλικά : intervene (en)
  • βουλγαρικά : говори (bg)
  • γαλλικά : intervenir (fr)
  • γερμανικά : einschreiten (de), intervenieren (de)
  • ιταλικά : intervenire (it), frapporsi (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παρεμβαίνω&oldid=5667180"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Μαρτίου 2023, στις 14:51

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Μαρτίου 2023, στις 14:51.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας