Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσολαβώ < ελληνιστική μεσολαβέω-ῶ < μεσο- + -λαβῶ (< ἒ-λαβ-ον, αόριστος του λαμβάνω)

μεσολαβώ

  1. παρεμβαίνω μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών, με σκοπό να επιλυθούν οι διαφορές μεταξύ τους ή να συμβιβαστούν οι διαφορετικές τους απόψεις
  2. ενεργώ για λογαριασμό τρίτου
  3. είμαι ανάμεσα σε (τοπικά ή χρονικά) σημεία
    από το σπίτι μου στη δουλειά μεσολαβούν τρεις μεγάλες λεωφόροι
  4. συμβαίνω μέσα σε ένα χρονικό διάστημα
    μάλλον μεσολάβησε κάτι στη δουλειά, για αυτό κι άργησε νε επιστρέψει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία