πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέμβαση οι παρεμβάσεις
      γενική της παρέμβασης* των παρεμβάσεων
    αιτιατική την παρέμβαση τις παρεμβάσεις
     κλητική παρέμβαση παρεμβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεμβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρέμβαση θηλυκό

  • η ανάμειξη κάποιου σε υπόθεση άλλων
      Η παρέμβαση συγγενών δημιουργεί συχνά προβλήματα στις σχέσεις των ζευγαριών.
  • ό,τι παρεμβάλλεται, η παρεμβολή
      τεχνικές παρεμβάσεις σε ένα χώρο
  • η άποψη που μπορεί να εκφέρει κάποιος για ένα θέμα σε μια συζήτηση
      τηλεφωνική παρέμβαση του υπουργού στο δελτίο ειδήσεων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία