παρέμβασις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρέμβασις (μαρτυρείται από το 1840) [1] < παρεμβαίνω, παρέμβα- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρέμβασις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η παρέμβαση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 782, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου