παρεμβατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεμβατικός < παρεμβαίνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interventionniste)
Επίθετο
επεξεργασίαπαρεμβατικός, -ή, -ό
- που (έχει την τάση να) παρεμβαίνει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεμβατικός