Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεκβαίνω < παρά + εκ + βαίνω

παρεκβαίνω

  • ξεφεύγω από το θέμα
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. παρεκβαίνω παρέκβαινα θα παρεκβαίνω να παρεκβαίνω παρεκβαίνοντας
β' ενικ. παρεκβαίνεις παρέκβαινες θα παρεκβαίνεις να παρεκβαίνεις παρεκβαίνε
γ' ενικ. παρεκβαίνει παρέκβαινε θα παρεκβαίνει να παρεκβαίνει
α' πληθ. παρεκβαίνουμε παρεκβαίναμε θα παρεκβαίνουμε να παρεκβαίνουμε
β' πληθ. παρεκβαίνετε παρεκβαίνατε θα παρεκβαίνετε να παρεκβαίνετε παρεκβαίνετε
γ' πληθ. παρεκβαίνουν(ε) παρέκβαιναν
παρεκβαίναν(ε)
θα παρεκβαίνουν(ε) να παρεκβαίνουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία