digression
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- digression < λατινική digressio < digredi (απομακρύνομαι)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /di.ɡʁɛ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
digression | digressions |
digression (fr) αρσενικό
- η παρέκβαση
- (αστρονομία) η φαινομενική απομάκρυνση ενός ουράνιου σώματος σε σχέση με ένα σύστημα αναφοράς