φαινομενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαινομενικός < φαίνομαι
Επίθετο επεξεργασία
φαινομενικός -ή -ό
- που φαίνεται ότι είναι κάτι, χωρίς να είναι πραγματικά
- μια φαινομενική βελτίωση των οικονομικών συνθηκών
φαινομενικός -ή -ό