Ετυμολογία

επεξεργασία
écarter < δημώδης λατινική exquartare < quartus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kaʁ.te/
 

écarter (fr)

  1. παραμερίζω
  2. απομακρύνω
  3. (ιδιωματικό) χάνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
écarter < carte

écarter (fr)

  • (σε χαρτοπαίγνιο) ρίχνω μερικά χαρτιά για να τα συμπληρώσω την επόμενη φορά

Δείτε επίσης

επεξεργασία