χάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος χάνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχάνομαι, αόρ.: χάθηκα, μτχ.π.π.: χαμένος, (ενεργ.: χάνω)
- κάποιος με χάνει
- χάθηκε το πορτοφόλι μου
- χάνω τον προσανατολισμό μου, δεν μπορώ να βρω το δρόμο για τον προορισμό μου
- τριγύριζε μέσα στα σοκάκια της άγνωστης πόλης και φυσικά χάθηκε
- καταστρέφομαι, απειλούμαι από μεγάλη συμφορά
- τα νέα ήτα φοβερά κι άρχισε να φωνάζει "χάνομαι, χάνομαι" ...
- πεθαίνω
- χάθηκε χτες ένας μεγάλος άνθρωπος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χάνομαι | χανόμουν(α) | θα χάνομαι | να χάνομαι | ||
β' ενικ. | χάνεσαι | χανόσουν(α) | θα χάνεσαι | να χάνεσαι | (χάνου) | |
γ' ενικ. | χάνεται | χανόταν(ε) | θα χάνεται | να χάνεται | ||
α' πληθ. | χανόμαστε | χανόμαστε χανόμασταν |
θα χανόμαστε | να χανόμαστε | ||
β' πληθ. | χάνεστε | χανόσαστε χανόσασταν |
θα χάνεστε | να χάνεστε | (χάνεστε) | |
γ' πληθ. | χάνονται | χάνονταν χανόντουσαν |
θα χάνονται | να χάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χάθηκα | θα χαθώ | να χαθώ | χαθεί | ||
β' ενικ. | χάθηκες | θα χαθείς | να χαθείς | χάσου | ||
γ' ενικ. | χάθηκε | θα χαθεί | να χαθεί | |||
α' πληθ. | χαθήκαμε | θα χαθούμε | να χαθούμε | |||
β' πληθ. | χαθήκατε | θα χαθείτε | να χαθείτε | χαθείτε | ||
γ' πληθ. | χάθηκαν χαθήκαν(ε) |
θα χαθούν(ε) | να χαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαθεί | είχα χαθεί | θα έχω χαθεί | να έχω χαθεί | χαμένος | |
β' ενικ. | έχεις χαθεί | είχες χαθεί | θα έχεις χαθεί | να έχεις χαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαθεί | είχε χαθεί | θα έχει χαθεί | να έχει χαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαθεί | είχαμε χαθεί | θα έχουμε χαθεί | να έχουμε χαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαθεί | είχατε χαθεί | θα έχετε χαθεί | να έχετε χαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαθεί | είχαν χαθεί | θα έχουν χαθεί | να έχουν χαθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χαμένος - είμαστε, είστε, είναι χαμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χαμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χαμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χαμένοι |
Εκφράσεις
επεξεργασία- άει/άντε χάσου
- (να) μη χάνεσαι, (να) μη χαθούμε, (να) μη χανόμαστε: σε αποχαιρετισμό, ως προτροπή για ξαναβρεθούμε