done for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαdone for (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) χάνομαι, καταστρέφομαι, είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση· είμαι σίγουρος ότι θα αποτύχω
- ⮡ If he doesn’t pay, we are done for. καταστρέφω
- Αν δεν πληρώσει χαθήκαμε.
- ⮡ The news was terrible and he started shouting, “I’m done for, I’m done for.”
- Τα νέα ήταν φοβερά κι άρχισε να φωνάζει, «χάνομαι, χάνομαι».
- ⮡ ”I am done for!” he yelled.
- «Καταστράφηκα!» φώναξε.
- ⮡ If he doesn’t pay, we are done for. καταστρέφω