for
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
for (en)
- για, προς, δηλώνει κατεύθυνση
- ↪ I'm leaving for Athens - φεύγω για την Αθήνα (πάω στην Αθήνα)
- για, δηλώνει σκοπό
- ↪ I looked at him for an answer - τον κοίταξα για μια απάντηση (για να μου δώσει μια απάντηση)
- για, δηλώνει αιτία
- ↪ thank you for your answer - σας/σε ευχαριστώ για την απάντηση
- για, σχετικά με
- ↪ I am afraid for your life - φοβάμαι για τη ζωή σου (για την ασφάλεια της ζωής σου)
- εκπροσωπώντας κάποιον
- ↪ When I am on vacation, my brother runs the business for me.
- Όταν είμαι (λείπω) σε διακοπές, ο αδερφός μου επιβλέπει την επιχείρηση αντί για μένα (στη θέση μου, για χάρη μου).
- ↪ When I am on vacation, my brother runs the business for me.
- υπέρ
- ↪ All those for the proposal raised their hands
- Όλοι όσοι συμφωνούν με την πρόταση (είναι «υπέρ» της πρότασης), να σηκώσουν το χέρι τους
- ↪ All those for the proposal raised their hands
- (χρονικά) για, εδώ και
- ↪ I'll be out for a while - θα λείψω για λίγο
- ↪ I've been living in Athens for three years - ζω στην Αθήνα εδώ και τρία χρόνια
- αντί, προς
- ↪ It sold for a million euros
- επωλήθη αντί ενός εκατομμυρίου ευρώ
- ↪ We sell for 10 euros a kilo.
- Πουλάμε προς 10 ευρώ το κιλό.
- ↪ It sold for a million euros
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- for < (άμεσο δάνειο) λατινική forum
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
for (fr) αρσενικό
- (λόγιο) le for intérieur - το δικαστήριο της συνείδησης
- en mon (ton, son...) for intérieur - κατά βάθος, η συνείδησή μου
Επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
for (eo)