Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προς < αρχαία ελληνική πρός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾos/

  ΠρόθεσηΕπεξεργασία

προς

  1. (τοπικά) δηλώνει την κατεύθυνση της κίνησης, προς το μέρος
    κατευθύνομαι προς την Αθήνα
  2. (μεταφορικά) δηλώνει την κατεύθυνση μιας ενέργειας
    απευθύνομαι προς τους γονείς
  3. (χρονικά) πλησιάζοντας σε ένα χρονικό σημείο
    θα συναντηθούμε προς το βράδυ
  4. (με γενική) στο όνομα
    προς θεού
  5. (αρχαϊσμός, με δοτική) επιπλέον
    προς τούτοις

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία