προς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προς < αρχαία ελληνική πρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
προς
- (τοπικά) δηλώνει την κατεύθυνση της κίνησης, προς το μέρος
- κατευθύνομαι προς την Αθήνα
- (μεταφορικά) δηλώνει την κατεύθυνση μιας ενέργειας
- απευθύνομαι προς τους γονείς
- (χρονικά) πλησιάζοντας σε ένα χρονικό σημείο
- θα συναντηθούμε προς το βράδυ
- (με γενική) στο όνομα
- προς θεού
- (αρχαϊσμός, με δοτική) επιπλέον
- προς τούτοις
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προς
προς τούτοις