κίνηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κίνηση | οι | κινήσεις |
γενική | της | κίνησης & κινήσεως |
των | κινήσεων |
αιτιατική | την | κίνηση | τις | κινήσεις |
κλητική | κίνηση | κινήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κίνηση < αρχαία ελληνική κίνησις
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κίνηση θηλυκό
- (φυσική) αποτέλεσμα της χρονικής εντροπίας
- η κυκλοφορία των οχημάτων
- ※ Παρακολουθούσα απ' το παράθυρο την κίνηση του δρόμου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- (κατ' επέκταση) ο μεγάλος ή και υπερβολικός αριθμός οχημάτων που κυκλοφορούν σε μια δεδομένη στιγμή
- βρήκα κίνηση και άργησα
- πρωτοβουλία
- Έκανα την κίνηση και της μίλησα.
- δυναμικό κίνημα, οργάνωση ανθρώπων που κάτι θέλουν να αλλάξουν· κίνημα με έμφαση στην πρωτοβουλία αλλαγής (ενίοτε χρησιμοποιείται ως ονοματολογική διαφοροποίηση από άλλα κινήματα, οργανώσεις, συνδέσμους κτλ)
- κίνηση πολιτών, κίνηση πολιτών τάδε
Επεξεργασία
- κίνημα
- κινηματίας
- κινητήρας
- κινητήριος
- -κινητήριος
- κινητικός
- κινητικότητα
- κινητός
- -κίνητος
- κίνητρο
- κινούμενος
- κινώ
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ακινησία
- κινησιογραφία
- κινησιοθεραπεία
- κινησιοθεραπευτής
- κινησιοθεραπευτικός
- κινησιολογία
- αλγοκίνηση