πρωτοβουλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοβουλία θηλυκό
- η ικανότητα να ενεργείς αυτόνομα και να κινείς πρώτος τις εξελίξεις
- ενέργεια που γίνεται μετά από αυτόνομη σκέψη και απόφαση
- ⮡ Μην παίρνεις πρωτοβουλίες χωρίς να ρωτήσεις κανέναν.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ιδιωτική πρωτοβουλία: οι ενέργειες των ιδιωτών στο χώρο της οικονομίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοβουλία