αυτόνομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτόνομος < αρχαία ελληνική αὐτόνομος, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική autonome.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αυτό- + νόμ(ος) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfto.no.mpra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τό‐νο‐μος
Επίθετο επεξεργασία
αυτόνομος
- που βρίσκεται σε καθεστώς αυτονομίας, που καθορίζει μόνος του τους νόμους
- αυτόνομο κράτος
- (μεταφορικά) ανεξάρτητος, που δεν εξαρτάται από κάποιον άλλον για να λειτουργήσει
- ευτυχώς έχουμε αυτόνομη θέρμανση και μπορούμε να κανονίζουμε, σύμφωνα με τα οικονομικά μας πότε θα την σβηνουμε και ανάβουμε
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτόνομος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αυτόνομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας