αναρχοαυτόνομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααναρχοαυτόνομος, -η, -ο
- αναρχικός που δρα αυτόνομα κι όχι οργανωμένα και ομαδικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναρχοαυτόνομος
|
αναρχοαυτόνομος, -η, -ο
|