Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρχοαυτόνομος η αναρχοαυτόνομη το αναρχοαυτόνομο
      γενική του αναρχοαυτόνομου της αναρχοαυτόνομης του αναρχοαυτόνομου
    αιτιατική τον αναρχοαυτόνομο την αναρχοαυτόνομη το αναρχοαυτόνομο
     κλητική αναρχοαυτόνομε αναρχοαυτόνομη αναρχοαυτόνομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρχοαυτόνομοι οι αναρχοαυτόνομες τα αναρχοαυτόνομα
      γενική των αναρχοαυτόνομων των αναρχοαυτόνομων των αναρχοαυτόνομων
    αιτιατική τους αναρχοαυτόνομους τις αναρχοαυτόνομες τα αναρχοαυτόνομα
     κλητική αναρχοαυτόνομοι αναρχοαυτόνομες αναρχοαυτόνομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχοαυτόνομος < αναρχικός + -ο- + αυτόνομος

  Επίθετο επεξεργασία

αναρχοαυτόνομος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία