αναρχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρχικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααναρχικός, -η, -ο
- που υποστηρίζει την αναρχία ως πολιτική ιδεολογία και κοινωνικό σύστημα
- που δεν περιορίζεται από τις καθιερωμένες αρχές
- η αναρχική γραφή του συγγραφέα τάραξε τα νερά της λογοτεχνίας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναρχικός