αναρχικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρχικά < αναρχικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naɾ.çiˈka/
Επίρρημα
επεξεργασίααναρχικά
- με τρόπο αναρχικό, με την αναρχική ιδεολογία
- Δεν έχουν θέση οι αρχηγοί ανάμεσά μας, πρέπει να λειτουργούμε υπεύθυνα αλλά αναρχικά
- με χαώδη τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρχικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναρχικό