αυτοτελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυτοτελής | η | αυτοτελής | το | αυτοτελές |
γενική | του | αυτοτελούς* | της | αυτοτελούς | του | αυτοτελούς |
αιτιατική | τον | αυτοτελή | την | αυτοτελή | το | αυτοτελές |
κλητική | αυτοτελή(ς) | αυτοτελής | αυτοτελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυτοτελείς | οι | αυτοτελείς | τα | αυτοτελή |
γενική | των | αυτοτελών | των | αυτοτελών | των | αυτοτελών |
αιτιατική | τους | αυτοτελείς | τις | αυτοτελείς | τα | αυτοτελή |
κλητική | αυτοτελείς | αυτοτελείς | αυτοτελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοτελής < αρχαία ελληνική αὐτοτελής < αὐτός + τέλος (πλήρης, ολοκληρωμένος)
Επίθετο
επεξεργασίααυτοτελής, -ής, -ές
- ανεξάρτητος, που έχει ανεξάρτητη ύπαρξη
- (στην τηλεόραση) που δεν αποτελεί συνέχεια / μέρος μιας ενιαίας πλοκής, αλλά έχει δική του υπόθεση διατηρώντας παράλληλα κάποια κοινά στοιχεία (όπως τους κεντρικούς χαρακτήρες) με άλλες εκπομπές της ίδιας σειράς
- η νέα δραματική σειρά θα περιλαμβάνει δώδεκα αυτοτελή επεισόδια με κεντρικό ήρωα τον Χ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοτελής