Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξάρτητος η ανεξάρτητη το ανεξάρτητο
      γενική του ανεξάρτητου της ανεξάρτητης του ανεξάρτητου
    αιτιατική τον ανεξάρτητο την ανεξάρτητη το ανεξάρτητο
     κλητική ανεξάρτητε ανεξάρτητη ανεξάρτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξάρτητοι οι ανεξάρτητες τα ανεξάρτητα
      γενική των ανεξάρτητων των ανεξάρτητων των ανεξάρτητων
    αιτιατική τους ανεξάρτητους τις ανεξάρτητες τα ανεξάρτητα
     κλητική ανεξάρτητοι ανεξάρτητες ανεξάρτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξάρτητος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indépendant: αν- στερητικό + εξαρτώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neˈksaɾ.ti.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.neˈksaɾ.ti.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.neˈksaɾ.ti.to/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ανεξάρτητος, -η, -ο

  1. που δεν εξαρτάται από κάποιον ή κάτι άλλο
    τώρα που μεγάλωσε, θα βρει μια δουλειά για να είναι και οικονομικά ανεξάρτητος από τους γονείς του
  2. (για χώρα) που δεν αποτελεί έδαφος άλλου κράτους, έχει δική της κυβέρνηση που ασκεί την εξουσία στο εσωτερικό της, έχει αυτόνομη παρουσία στις διεθνείς της σχέσεις και αναγνωρίζεται ως τέτοια από τα υπόλοιπα κράτη
  3. (+ γενική) που δεν οφείλεται σε κάποια εξωτερική αιτία ή δεν ανήκει σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο
    παράγοντες ανεξάρτητοι των επιθυμιών μου με υποχρέωσαν να μην έρθω
  4. (για κατοικίες) που δεν είναι μαζί με κάτι άλλο
    ανεξάρτητο διαμέρισμα

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία