Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαρτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαρτώ

  Ρήμα επεξεργασία

εξαρτώμαι

  1. βρίσκομαι σε σχέση εξάρτησης από κάποιον άλλον
  2. (γραμματική) για πρόταση ή όρο που συμπληρώνει το νόημα άλλης πρότασης ή όρου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία