Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαρτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαρτώ

εξαρτώμαι

  1. βρίσκομαι σε σχέση εξάρτησης από κάποιον άλλον
  2. (γραμματική) για πρόταση ή όρο που συμπληρώνει το νόημα άλλης πρότασης ή όρου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία