ανεξάρτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεξάρτητα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαανεξάρτητα
- αυτόνομα χωρίς να εξαρτάται από κάτι άλλο, δίχως να συνδέεται με κάτι άλλο
- Θα χορηγηθεί επίδομα ανεργίας σε όλους ανεξαιρέτως τους ανέργους, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, την ιθαγένεια ή το θρήσκευμά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεξάρτητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανεξάρτητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεξάρτητο