independently
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | independently |
συγκριτικός | more independently |
υπερθετικός | most independently |
Ετυμολογία
επεξεργασία- independently < independent + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαindependently (en)
- ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεπηρέαστα
- ⮡ Your decision should be made independently of others’ opinions.
- Η απόφασή σου πρέπει να ληφθεί ανεξάρτητα από τη γνώμη των άλλων.
- ⮡ She works independently, without needing guidance.
- Δουλεύει ανεξάρτητα, χωρίς να χρειάζεται καθοδήγηση.
- ⮡ Independently of the team, everyone has to take personal responsibility.
- Ανεξάρτητα από την ομάδα, ο καθένας πρέπει να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη.
- ⮡ The company operates independently, without external funding.
- Η εταιρεία λειτουργεί ανεξάρτητα, χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση.
- ⮡ Independently of his parents, he managed to build his own career.
- Ανεξάρτητα από τους γονείς του, κατάφερε να χτίσει τη δική του καριέρα.
- ⮡ You contradict yourself when you admit that you decided independently, but you attribute responsibility of your failure to your parents.
- Αντιφάσκεις όταν δέχεσαι ότι αποφάσισες ανεπηρέαστα, καταλογίζεις όμως την ευθύνη για την αποτυχία σου στους γονείς σου.
- ⮡ Your decision should be made independently of others’ opinions.