Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεπηρέαστα < ανεπηρέαστος +

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανεπηρέαστα

  • δίχως επιρροές από ομάδες συμφερόντων ή από πρόσωπα ή από προσωπικές συναισθηματικές εμπλοκές, για κάτι που πρέπει να οριστεί με συγκεκριμένα, αντικειμενικά κριτήρια
    πρέπει να αποφασίσουν ανεπηρέαστα ώστε να είναι αδιάβλητη η διαδικασία και το αποτέλεσμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανεπηρέαστα