ανεπηρέαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπηρέαστα < ανεπηρέαστος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ανεπηρέαστα
- δίχως επιρροές από ομάδες συμφερόντων ή από πρόσωπα ή από προσωπικές συναισθηματικές εμπλοκές, για κάτι που πρέπει να οριστεί με συγκεκριμένα, αντικειμενικά κριτήρια
- πρέπει να αποφασίσουν ανεπηρέαστα ώστε να είναι αδιάβλητη η διαδικασία και το αποτέλεσμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπηρέαστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανεπηρέαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεπηρέαστο