Δείτε επίσης: ἀδιάβλητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάβλητος η αδιάβλητη το αδιάβλητο
      γενική του αδιάβλητου της αδιάβλητης του αδιάβλητου
    αιτιατική τον αδιάβλητο την αδιάβλητη το αδιάβλητο
     κλητική αδιάβλητε αδιάβλητη αδιάβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάβλητοι οι αδιάβλητες τα αδιάβλητα
      γενική των αδιάβλητων των αδιάβλητων των αδιάβλητων
    αιτιατική τους αδιάβλητους τις αδιάβλητες τα αδιάβλητα
     κλητική αδιάβλητοι αδιάβλητες αδιάβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιάβλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιάβλητος[1] < ἀ- (α- στερητικό) + διά (διά-) + βλητός (< βάλλω). Δείτε και διαβλητέον, διαβάλλω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈði̯a.vli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐ά‐βλη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιάβλητος

  • που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για καμιά παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας
    αδιάβλητη διαδικασία, ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία