fair
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fair |
συγκριτικός | fairer |
υπερθετικός | fairest |
fair (en)
- δίκαιος, έντιμος, σύμφωνος με τους κανόνες
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αρκετός, αρκετά μεγάλο σε αριθμό, μέγεθος ή ποσότητα
- ⮡ A fair number of people gathered at the event.
- Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
- ⮡ He spent a fair amount of money for it to go well.
- Για να γίνει καλά ξόδεψε αρκετά χρήματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση quite a few
- ⮡ A fair number of people gathered at the event.
- καθαρός, αθώος
- ανοιχτόχρωμος
- μέτριος, ικανοποιητικός (ούτε κακός ούτε άριστος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fair | fairs |
fair (en)
- έκθεση, συμπόσιο, συνέδριο, γεγονός, ιβέντ, φεστιβάλ, σόου