αρκετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρκετός | η | αρκετή | το | αρκετό |
γενική | του | αρκετού | της | αρκετής | του | αρκετού |
αιτιατική | τον | αρκετό | την | αρκετή | το | αρκετό |
κλητική | αρκετέ | αρκετή | αρκετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρκετοί | οι | αρκετές | τα | αρκετά |
γενική | των | αρκετών | των | αρκετών | των | αρκετών |
αιτιατική | τους | αρκετούς | τις | αρκετές | τα | αρκετά |
κλητική | αρκετοί | αρκετές | αρκετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρκετός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρκετός < θέμα του ἀρκέ(ω) + κατάληξη ρηματικού επιθέτου σε -τός
Επίθετο
επεξεργασίααρκετός
- αυτός που αρκεί