ἀρκέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀρκέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erg-
Ρήμα
επεξεργασία
ἀρκέω (παθητική φωνή: ἀρκέομαι / ἀρκοῦμαι)
ἀρκέω (παθητική φωνή: ἀρκέομαι / ἀρκοῦμαι)