Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατορθώνω < αρχαία ελληνική κατορθόω / κατορθῶ < κατά + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.toɾˈθo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

κατορθώνω (παθητική φωνή: (σπάνιο) κατορθώνεται (απρόσωπο))

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία