achieve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | achieve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | achieves |
αόριστος | achieved |
παθητική μετοχή | achieved |
ενεργητική μετοχή | achieving |
Ετυμολογία
επεξεργασία- achieve < αγγλονορμανδική aschever < μέση γαλλική achever, achiever < λατινική accappare < accappo < ad + caput + -o
Ρήμα
επεξεργασίαachieve (en)
- (μεταβατικό) πετυχαίνω, επιτυγχάνω, φτάνω σε έναν συγκεκριμένο στόχο, ειδικά μετά από πολύ καιρό εργασίας
- ⮡ I achieved my goal.
- Πέτυχα τον σκοπό μου.
- ⮡ I achieved my goal.
- (μεταβατικό) καταφέρνω, πετυχαίνω να κάνω κάτι για να συμβεί
- ⮡ She achieved not spilling her coffee.
- Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.
- ⮡ She achieved not spilling her coffee.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη accomplish