ενεστώτας achieve
γ΄ ενικό ενεστώτα achieves
αόριστος achieved
παθητική μετοχή achieved
ενεργητική μετοχή achieving

  Ετυμολογία

επεξεργασία
achieve < αγγλονορμανδική aschever < μέση γαλλική achever, achiever < λατινική accappare < accappo < ad + caput + -o

achieve (en)

  1. (μεταβατικό) πετυχαίνω, επιτυγχάνω, φτάνω σε έναν συγκεκριμένο στόχο, ειδικά μετά από πολύ καιρό εργασίας
    ⮡  I achieved my goal.
    Πέτυχα τον σκοπό μου.
  2. (μεταβατικό) καταφέρνω, πετυχαίνω να κάνω κάτι για να συμβεί
    ⮡  She achieved not spilling her coffee.
    Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία