πετυχαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετυχαίνω < μεσαιωνική ελληνική πετυχαίνω < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω
Ρήμα επεξεργασία
πετυχαίνω
- φτάνω έναν σκοπό, κατορθώνω να παραχθεί ένα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
- Το ξέρω, είπε συγκινημένος ο Αλέξιος, και θα μπορούσες ίσως να με βοηθήσεις πολύ για να επιτύχω το σκοπό μου. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- κατακτώ μία θέση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα μετά από διαγωνισμό
- βρίσκω έναν στόχο σημαδεύοντας με όπλο
- βρίσκω τη σωστή απάντηση σε ένα ερώτημα
- βρίσκω κάτι κατά τύχη, συναντώ κάποιον κατά τύχη
επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
- (1-4) αποτυγχάνω
επεξεργασία
- επιτυχία
- πετυχημένος / επιτυχημένος
- → δείτε τις λέξεις επί, τυγχάνω και τύχη