Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετυχημένος η πετυχημένη το πετυχημένο
      γενική του πετυχημένου της πετυχημένης του πετυχημένου
    αιτιατική τον πετυχημένο την πετυχημένη το πετυχημένο
     κλητική πετυχημένε πετυχημένη πετυχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετυχημένοι οι πετυχημένες τα πετυχημένα
      γενική των πετυχημένων των πετυχημένων των πετυχημένων
    αιτιατική τους πετυχημένους τις πετυχημένες τα πετυχημένα
     κλητική πετυχημένοι πετυχημένες πετυχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετυχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετυχαίνω

  Μετοχή επεξεργασία

πετυχημένος, -η, -ο

  1. που πέτυχε στο στόχο του, στο σκοπό του, που απέφερε τα θεμιτά αποτελέσματα
    πετυχημένη επιχείρηση, πετυχημένη πολιτική
  2. για προσπάθεια που είχε την επιθυμητή έκβαση
    πετυχημένος καφές, πετυχημένη γιορτή, πετυχημένη παράσταση
  3. για εμπνευσμένη ενέργεια με θετική κατάληξη
    πετυχημένη απάντηση, πετυχημένη μπαλιά, πετυχημένο κόλπο
  4. για άνθρωπο που τον διακρίνει η επιτυχία, που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο του
    πετυχημένος γιατρός, πετυχημένος επιστήμονας, πετυχημένος πολιτικός


Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία