πετυχημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετυχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετυχαίνω
Μετοχή
επεξεργασίαπετυχημένος, -η, -ο
- που πέτυχε στο στόχο του, στο σκοπό του, που απέφερε τα θεμιτά αποτελέσματα
- πετυχημένη επιχείρηση, πετυχημένη πολιτική
- για προσπάθεια που είχε την επιθυμητή έκβαση
- πετυχημένος καφές, πετυχημένη γιορτή, πετυχημένη παράσταση
- για εμπνευσμένη ενέργεια με θετική κατάληξη
- πετυχημένη απάντηση, πετυχημένη μπαλιά, πετυχημένο κόλπο
- για άνθρωπο που τον διακρίνει η επιτυχία, που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο του
- πετυχημένος γιατρός, πετυχημένος επιστήμονας, πετυχημένος πολιτικός