Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτυχημένος η αποτυχημένη το αποτυχημένο
      γενική του αποτυχημένου της αποτυχημένης του αποτυχημένου
    αιτιατική τον αποτυχημένο την αποτυχημένη το αποτυχημένο
     κλητική αποτυχημένε αποτυχημένη αποτυχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτυχημένοι οι αποτυχημένες τα αποτυχημένα
      γενική των αποτυχημένων των αποτυχημένων των αποτυχημένων
    αιτιατική τους αποτυχημένους τις αποτυχημένες τα αποτυχημένα
     κλητική αποτυχημένοι αποτυχημένες αποτυχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτυχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτυχαίνω ή αποτυγχάνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποτυχημένος -η -ο

  1. που απέτυχε, που δεν πέτυχε στο στόχο του, στο θεμιτό αποτέλεσμα
  2. για προσπάθεια που δεν είχε το προβλεπόμενο αποτέλεσμα
  3. για άνθρωπο που τον χαρακτηρίζει η αποτυχία, που αποτυγχάνει συνεχώς

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία