↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβλεπόμενος η προβλεπόμενη το προβλεπόμενο
      γενική του προβλεπόμενου της προβλεπόμενης του προβλεπόμενου
    αιτιατική τον προβλεπόμενο την προβλεπόμενη το προβλεπόμενο
     κλητική προβλεπόμενε προβλεπόμενη προβλεπόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβλεπόμενοι οι προβλεπόμενες τα προβλεπόμενα
      γενική των προβλεπόμενων των προβλεπόμενων των προβλεπόμενων
    αιτιατική τους προβλεπόμενους τις προβλεπόμενες τα προβλεπόμενα
     κλητική προβλεπόμενοι προβλεπόμενες προβλεπόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβλεπόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προβλέπω

προβλεπόμενος -η -ο

  • που προβλέπεται από κάποιο οργανόγραμμα, κανονισμό, συνήθεια κλπ
    έχουν ληφθεί όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την περίπτωση σεισμού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία