προβλεπόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προβλεπόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προβλέπω
Μετοχή
επεξεργασία
προβλεπόμενος -η -ο
- που προβλέπεται από κάποιο οργανόγραμμα, κανονισμό, συνήθεια κλπ
- έχουν ληφθεί όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την περίπτωση σεισμού