προβλέπω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈvle.po/
ΡήμαΕπεξεργασία
προβλέπω
- εκτιμώ ότι κάτι έχει ισχυρή πιθανότητα να συμβεί στο μέλλον
- οι γιατροί προβλέπουν βελτίωση της υγείας του ασθενούς
- έχοντας πάρει υπόψη μου ότι κάτι ενδέχεται να συμβεί προσδιορίζω ή ρυθμίζω με οδηγίες ή νόμο το τι πρέπει να γίνει σε αυτήν την περίπτωση
- (σε γ' ενικού) γίνεται αναφορά σε ένα κείμενο και δίνονται οδηγίες
- ο στρατιωτικός κανονισμός προβλέπει την απονομή χαιρετισμού από τον χαμηλόβαθμο στον υψηλόβαθμο
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προβλέπω | προέβλεπα | θα προβλέπω | να προβλέπω | προβλέποντας | |
β' ενικ. | προβλέπεις | προέβλεπες | θα προβλέπεις | να προβλέπεις | πρόβλεπε | |
γ' ενικ. | προβλέπει | προέβλεπε | θα προβλέπει | να προβλέπει | ||
α' πληθ. | προβλέπουμε | προβλέπαμε | θα προβλέπουμε | να προβλέπουμε | ||
β' πληθ. | προβλέπετε | προβλέπατε | θα προβλέπετε | να προβλέπετε | προβλέπετε | |
γ' πληθ. | προβλέπουν(ε) | προέβλεπαν προβλέπαν(ε) |
θα προβλέπουν(ε) | να προβλέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προέβλεψα | θα προβλέψω | να προβλέψω | προβλέψει | ||
β' ενικ. | προέβλεψες | θα προβλέψεις | να προβλέψεις | πρόβλεψε | ||
γ' ενικ. | προέβλεψε | θα προβλέψει | να προβλέψει | |||
α' πληθ. | προβλέψαμε | θα προβλέψουμε | να προβλέψουμε | |||
β' πληθ. | προβλέψατε | θα προβλέψετε | να προβλέψετε | προβλέψτε | ||
γ' πληθ. | προέβλεψαν προβλέψαν(ε) |
θα προβλέψουν(ε) | να προβλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προβλέψει | είχα προβλέψει | θα έχω προβλέψει | να έχω προβλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις προβλέψει | είχες προβλέψει | θα έχεις προβλέψει | να έχεις προβλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει προβλέψει | είχε προβλέψει | θα έχει προβλέψει | να έχει προβλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε προβλέψει | είχαμε προβλέψει | θα έχουμε προβλέψει | να έχουμε προβλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε προβλέψει | είχατε προβλέψει | θα έχετε προβλέψει | να έχετε προβλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν προβλέψει | είχαν προβλέψει | θα έχουν προβλέψει | να έχουν προβλέψει |
|