Δείτε επίσης: προσβλέπω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προβλέπω < προ- + αρχαία ελληνική βλέπω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈvle.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐βλέ‐πω

προβλέπω, αόρ.: προέβλεψα/πρόβλεψα/προείδα, παθ.φωνή: προβλέπομαι, π.αόρ.: προβλέφθηκα

  1. εκτιμώ ότι κάτι έχει ισχυρή πιθανότητα να συμβεί στο μέλλον
    ⮡  Οι γιατροί προβλέπουν βελτίωση της υγείας του ασθενούς.
  2. έχοντας πάρει υπόψη μου ότι κάτι ενδέχεται να συμβεί προσδιορίζω ή ρυθμίζω με οδηγίες ή νόμο το τι πρέπει να γίνει σε αυτήν την περίπτωση
  3. (σε γ' ενικού) γίνεται αναφορά σε ένα κείμενο και δίνονται οδηγίες
    ⮡  Ο στρατιωτικός κανονισμός προβλέπει την απονομή χαιρετισμού από τον χαμηλόβαθμο στον υψηλόβαθμο.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβλέπω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προ- + βλέπω

προβλέπω

  1. προβλέπω, προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω
  2. προσχεδιάζω
  3. φροντίζω, περιθάλπω, προστατεύω

Συγγενικά

επεξεργασία




  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβλέπω < προ- + αρχαία ελληνική βλέπω

προβλέπω

Συγγενικά

επεξεργασία