προβλέψιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβλέψιμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prévisible
Επίθετο
επεξεργασίαπροβλέψιμος, -η, -ο
- που μπορεί κάποιος να προβλέψει, να μαντέψει ότι θα γίνει
- μερικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι προβλέψιμες
- χωρίς αύξηση της τιμής στο προβλέψιμο μέλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβλέψιμος