prévisible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prévisible < prévoir
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁe.vi.zibl/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prévisible | prévisibles |
prévisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prévisible | prévisibles |
prévisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό