imprévisible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- imprévisible < in- + prévisible
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁe.vi.zibl/
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
imprévisible | imprévisibles |
imprévisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό