Ετυμολογία

επεξεργασία
imprévisible < in- + prévisible
      ενικός         πληθυντικός  
imprévisible imprévisibles

imprévisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία