imprévu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | imprévu | imprévus |
θηλυκό | imprévue | imprévues |
imprévu (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
imprévu | imprévus |
imprévu (fr) αρσενικό
- κάτι το απρόοπτο, το απρόβλεπτο