↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέλπιστος η ανέλπιστη το ανέλπιστο
      γενική του ανέλπιστου της ανέλπιστης του ανέλπιστου
    αιτιατική τον ανέλπιστο την ανέλπιστη το ανέλπιστο
     κλητική ανέλπιστε ανέλπιστη ανέλπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέλπιστοι οι ανέλπιστες τα ανέλπιστα
      γενική των ανέλπιστων των ανέλπιστων των ανέλπιστων
    αιτιατική τους ανέλπιστους τις ανέλπιστες τα ανέλπιστα
     κλητική ανέλπιστοι ανέλπιστες ανέλπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέλπιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνέλπιστος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈnel.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέλ‐πι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέλπιστος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη απρόβλεπτος

  Αναφορές

επεξεργασία