↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσδόκητος η απροσδόκητη το απροσδόκητο
      γενική του απροσδόκητου της απροσδόκητης του απροσδόκητου
    αιτιατική τον απροσδόκητο την απροσδόκητη το απροσδόκητο
     κλητική απροσδόκητε απροσδόκητη απροσδόκητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσδόκητοι οι απροσδόκητες τα απροσδόκητα
      γενική των απροσδόκητων των απροσδόκητων των απροσδόκητων
    αιτιατική τους απροσδόκητους τις απροσδόκητες τα απροσδόκητα
     κλητική απροσδόκητοι απροσδόκητες απροσδόκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροσδόκητος < αρχαία ελληνική ἀπροσδόκητος < ἀ- στερητικό + προσδοκῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

απροσδόκητος, -η, -ο

  • που συμβαίνει χωρίς να τον περιμένει κανένας, απρόσμενος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία