παραθετικά
θετικός unexpected
συγκριτικός more unexpected
υπερθετικός most unexpected

unexpected (en)

  • απροσδόκητος, απρόσμενος, απρόβλεπτος, απρόοπτος, αναπάντεχος
      I had an unexpected encounter.
    Είχα μια απροσδόκητη συνάντηση.
      What unexpected luck!
    Τι απροσδόκητη τύχη!
      an unexpected gift - ένα απρόσμενο δώρο
      unexpected expenses - απρόβλεπτα έξοδα
      An unexpected obstacle made me to cancel my trip.
    Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου.
      If something unexpected happens, notify me.
    Αν συμβεί κάτι το απρόοπτο, ειδοποίησέ με.
      We'll meet tomorrow, barring the unexpected.
    Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου.

Συνώνυμα

επεξεργασία