παραθετικά
θετικός unexpectedly
συγκριτικός more unexpectedly
υπερθετικός most unexpectedly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unexpectedly < unexpected + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

unexpectedly (en)

  • απροσδόκητα, απρόσμενα, αναπάντεχα
    ⮡  Developments took an unexpectedly favorable turn.
    Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
    ⮡  It came suddenly and unexpectedly.
    Ήρθε ξαφνικά και απρόσμενα.
    ⮡  She met him unexpectedly.
    Τον αντάμωσε αναπάντεχα.