Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

αναπάντεχα < αναπάντεχ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

αναπάντεχα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

αναπάντεχα : κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναπάντεχα